ζυγηφορος

ζυγηφορος
    ζυγηφόρος
    ζῠγη-φόρος
    2
    несущий ярмо
    

(πῶλοι Aesch.; αὐχέν πώλων Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζυγηφορος" в других словарях:

  • ζυγηφόρος — ζυγηφόρος, ον (Α) ποιητ. αντί ζυγοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζυγηφόρος (πρβλ. λαμπαδηφόρος, ασπιδηφόρος) αντί ζυγοφόρος για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • ζυγηφόρον — ζυγηφόρος masc/fem acc sg ζυγηφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγηφόρους — ζυγηφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγοφόρος — ζυγοφόρος, ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»